πλησίοικος

πλησίοικος
πλησί-οικος [pron. full] [ῐ], ον,
A dwelling near, D.C.Fr.53.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πλησίοικος — ον, Α αυτός που κατοικεί κοντά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλησίος + οἶκος (πρβλ. ομό οικος)] …   Dictionary of Greek

  • πλησιοίκων — πλησίοικος dwelling near masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”